- αμοργιανός
- -ή, -ό1. ο αμοργιναίικος*2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Αμοργιανός, η Αμοργιανήο κάτοικος τής Αμοργού ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αμοργός.ΠΑΡ. νεοελλ. αμοργιαναίικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αμοργιανός — ο ο κάτοικος της Αμοργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμοργιαναίικος — και αμοργιναίικος, η, ο αυτός που ανήκει στην Αμοργό ή προέρχεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμοργιανός < Αμοργός. Ο τ. αμοργιναίικος < αμοργινός] … Dictionary of Greek